δραματικοῦ

δραματικοῦ
δραματικός
dramatic
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… …   Dictionary of Greek

  • Λεπενιώτης, Τηλέμαχος — (Κέρκυρα 1877 – Αθήνα 1945). Ηθοποιός του θεάτρου. Φοίτησε στη σχολή του Δραματικού Συλλόγου Κερκύρας και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή σε ηλικία 14 ετών. Το 1897 ανέλαβε τη διεύθυνση του Δραματικού Συλλόγου Κερκύρας και το 1901 τον κάλεσε …   Dictionary of Greek

  • αποθέωση — Από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους, με βάση μια ορισμένη τελετή, οι άνθρωποι θεοποιούσαν διάφορα άτομα, που διακρίνονταν για τις σωματικές και πνευματικές τους ικανότητες, είτε όσο ζούσαν είτε μετά τον θάνατό τους. Τέτοια πρόσωπα ήταν συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • δέση — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 44 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στις πλαγιές της νότιας Πίνδου, 66 χλμ. Δ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιθήκων. * * * η (AM δέσις) [δω] 1. το δέσιμο, η σύνδεση 2. δέσμευση 3. συναρμογή,… …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • καταστολή — η (AM καταστολή) [καταστέλλω] 1. περιορισμός, περιστολή, αναστολή, συγκράτηση, συμμάζεμα 2. μτφ. κατάπνιξη, κατάπαυση, κατασίγαση, καθυπόταξη, καταπράυνση (α. «καταστολή τών παθών» β. «καταστολή τού κινήματος») μσν. ο ενταφιασμός αρχ. 1. περιβολή …   Dictionary of Greek

  • καταστροφικός — ή, ό [καταστροφή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταστροφή. επίρρ... καταστροφικώς και ά (Α καταστροφικώς) νεοελλ. με καταστροφικό τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά αρχ. με τον τρόπο λύσης ενός δραματικού έργου, σαν συμπέρασμα …   Dictionary of Greek

  • μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”